τυραννοδαίμων

English (LSJ)

-ονος, ὁ, ἡ, tyrant more than human, perhaps referring to Aspasia, Com.Adesp.99.

Greek (Liddell-Scott)

τῠραννοδαίμων: -ονος, ὁ, τύραννος πλέον ἢ ἀνθρώπινος, ἴσως ἐν ἀναφορᾷ πρὸς τὴν Ἀσπασίαν, ἴδε Meineke εἰς Κωμικ. Ἀποσπ. 2. 149.

Greek Monolingual

-ονος, ὁ, Α
(πιθ. για την Ασπασία) αυτός που είναι τύραννος και δαίμονας συγχρόνως («τυραννοδαίμονα, ἣν οὐκ ἄν τις τύραννον μόνον εἴποι, ἀλλὰ καὶ δαίμονα», Ησύχ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τύραννος + δαίμων.