τυραννόφρων

Greek (Liddell-Scott)

τῠραννόφρων: -ονος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων φρονήματα ἢ διαθέσεις τυραννικάς, Ἰω. Χρυσ. τ. 6, σ. 533, ἔκδ. Παρισ.

Greek Monolingual

-ον, ΝΜΑ, και τ. αρσ. τυρανόφρονας, η, Ν
νεοελλ.
οπαδός τυραννικού πολιτεύματος
μσν.-αρχ.
αυτός που έχει τυραννικά φρονήματα ή τυραννικές διαθέσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τύραννος + -φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. γυναικόφρων].

German (Pape)

ὁ, ἡ, tyrannisch gesinnt, tyrannisches Sinnes, Dio Chrysost.