τυρεία
English (LSJ)
ἡ,
A cheese-making, Arist.HA523a6.
2 cheese-press, Tab.Heracl.1.71.
3 a cheese as an offering, φέρειν τυρείην τῷ Ἑρμῇ Schwyzer 721.9, cf. 11 (Mycale, iv B. C.).
II metaph., intrigue, roguery, Eust.620.13, Zonar.
German (Pape)
[Seite 1164] ἡ, 1) das Käsemachen, Arist. H. A. 3, 21. – 2) die Verwirrung (?).
Russian (Dvoretsky)
τῡρεία: ἡ приготовление сыра, сыроварение Arst.
Greek (Liddell-Scott)
τῡρεία: ἡ, ἡ κατασκευὴ τυροῦ, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 21. 6. 2) πιεστήριον τυροῦ, Ἡρακλεωτ. Πίν. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 5774. 71. ΙΙ. μεταφορ., φαυλότης, πανουργία, Εὐστ. 620. 13, Ζωναρ. 1755.
Greek Monolingual
ἡ, ΜΑ τυρεύω
μσν.
μτφ. πανουργία
αρχ.
1. τυροποιία («γάλα χρήσιμον εἰς τυρείαν», Αριστοτ.)
2. τόπος όπου παρασκευάζεται τυρί
3. είδος πιεστηρίου τυριού
4. προσφορά τυριού.