το, ΝΑ τυροκομῶνεοελλ.το εργαστήριο του τυροκόμουαρχ.1. αγγείο ή μικρό καλάθι για τη φύλαξη του νωπού τυριού2. (κατά τον Ησύχ.) «τάλαρος, ἐν ᾧ ὁ τυρὸς ἐπιμελείας τυγχάνει».