τόξευση

Greek Monolingual

η / τόξευσις, -εύσεως, ΝΑ τοξεύω
1. η ενέργεια του τοξεύω, η βολή με τόξο
2. μτφ. σαΐτεμα, χτύπηματόξευσις ὀμμάτων», Λιβάν.).