Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
υαλοπωλείο
Greek Monolingual
το, Ν κατάστημα πώλησης γυάλινων σκευών, γυαλάδικο. [ΕΤΥΜΟΛ.<υαλοπώλης. Η λ., στον λόγιο τ. ὑαλοποιεῖον, μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν του Άγγ. Βλάχου].