γυαλάδικο

From LSJ

Λιμὸς μέγιστον ἄλγος ἀνθρώποις ἔφυ → Inter dolores maximum humanos fames → Der Hunger ist den Menschen allergrößter Schmerz

Menander, Monostichoi, 320

Greek Monolingual

το γυαλί
1. εργοστάσιο ή εργαστήριο όπου κατασκευάζονται γυάλινα αντικείμενα
2. κατάστημα όπου πωλούνται γυαλικά.