γυαλάδικο
From LSJ
Λιμὸς μέγιστον ἄλγος ἀνθρώποις ἔφυ → Inter dolores maximum humanos fames → Der Hunger ist den Menschen allergrößter Schmerz
Greek Monolingual
το γυαλί
1. εργοστάσιο ή εργαστήριο όπου κατασκευάζονται γυάλινα αντικείμενα
2. κατάστημα όπου πωλούνται γυαλικά.