-ες / ὑαλώδης, -ῶδες, ΝΜΑ, και ὑελώδης, -ῶδες, Α ὕαλος / ὕελοςυαλοειδήςνεοελλ.1. (βοτ.-μυκητ.) (σχετικά με δομή ή υφή) άχρωμος και διαφανής2. φυσ.-χημ. άμορφος.