υγροβατώ

Greek Monolingual

-έω, Α
(για υδρόβια ζώα) κινούμαι, ζω στο νερό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + -βατῶ (< -βατης < βαίνω), πρβλ. ὀρειβατῶ].