υγροκιρσοκήλη

Greek Monolingual

ἡ, Α
ιατρ. κιρσοκήλη που συνοδεύεται από συγκέντρωση υγρού στο όσχεο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + κιρσοκήλη.