υγροστίβητος

Greek Monolingual

-ον, Μ
(για τη θάλασσα) αυτός που έχει υγρούς δρόμους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + -στίβητος (< στιβῶ < στίβος «δρόμος, μονοπάτι»)].