υγρόμετρο

Greek Monolingual

το / ὑγρόμετρον, ΝΑ
νεοελλ.
(μετεωρ.) όργανο για τη μέτρηση της σχετικής υγρασίας της ατμόσφαιρας
αρχ.
όργανο με το οποίο ελέγχεται το κατά πόσον είναι αμιγές ένα υγρό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + μέτρον.