Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
υγρόμετρο
Greek Monolingual
το / ὑγρόμετρον, ΝΑ νεοελλ. (μετεωρ.) όργανο για τη μέτρηση της σχετικής υγρασίας της ατμόσφαιρας αρχ. όργανο με το οποίο ελέγχεται το κατά πόσον είναι αμιγές ένα υγρό. [ΕΤΥΜΟΛ.<ὑγρός+μέτρον.