το / ὑδροδοχεῖον, ΝΜΑ ὑδροδόχοςδοχείο νερούνεοελλ.μικρό φορητό δοχείο νερού, το οποίο χρησιμοποιούν στρατιώτες, κυνηγοί, εκδρομείς κ.ά., κν. παγούρι.