παγούρι

From LSJ

αἵ τε γὰρ συμφοραὶ ποιοῦσι μακρολόγους → For, in addition, our misfortunes make us long-winded (Appian, Libyca 389.3)

Source

Greek Monolingual

το (Μ παγούριον) πάγουρος
φορητό δοχείο νερού που χρησιμοποιείται κυρίως από τους οδοιπόρους και τους στρατιώτες
νεοελλ.
καρκίνος, καβούρι.