υλιστής

Greek Monolingual

ο, θηλ. υλίστρια, Ν
1. οπαδός του υλισμού, ματεριαλιστής
2. αυτός που φροντίζει για τα υλικά του συμφέροντα
3. ο έκδοτος στις σαρκικές απολαύσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ύλη + -ιστής. Η λ., στον λόγιο πληθ. ὑλισταί, μαρτυρείται από το 1786 στον Χρ. Ακαρνάνα].