υλοποιώ

Greek Monolingual

-έω, Ν
1. μεταβάλλω κάτι σε υλικό, μετατρέπω σε ύλη
2. μτφ. πραγματοποιώ, εκπληρώνω, δίνω σάρκα και οστά («υλοποιήθηκαν τα οράματά του»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ύλη + ποιώ. Το ρ. μαρτυρείται από το 1874 στον Δαμ. Χριστόπουλο].