Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
υλότομος
Greek Monolingual
-ον, Α 1. (για ξύλο) αυτός που κόπηκε στο δάσος 2.το ουδ. ως ουσ.τὸ ὑλότομον είδος φυτού που κόβεται στο δάσος, ή, κατ' άλλους, σκουλήκι. [ΕΤΥΜΟΛ.<ὕλη+ -τομος (<τόμος<τέμνω), πρβλ.καλαμό-τομος. Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθ. σημ.].