υμενώδης
Greek Monolingual
-ες / ὑμενώδης, -ῶδες, ΝΑ ὑμήν, -ένος]
αυτός που έχει σύσταση ή υφή υμένα, υμενοειδής («υμενώδης λαβύρινθος του έσω ωτός»)
αρχ.
(για υγρά) γεμάτος υμενοειδείς ύλες ή ίνες.
-ες / ὑμενώδης, -ῶδες, ΝΑ ὑμήν, -ένος]
αυτός που έχει σύσταση ή υφή υμένα, υμενοειδής («υμενώδης λαβύρινθος του έσω ωτός»)
αρχ.
(για υγρά) γεμάτος υμενοειδείς ύλες ή ίνες.