Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
υπάφωνος
Greek Monolingual
-ον, Α (για σύμπτωμα νόσου) αυτός που η διάγνωσή του είναικάπως δύσκολη, ο κάπωςασαφής («ὑπάφωνον ῥῖγος», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ.<ὑπ(ο)- +ἄφωνος «αυτός που δεν έχει φωνή»].