Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
υπέργηρος
Greek Monolingual
-η, -ο / ὑπέργηρως, -ων, ΝΜΑ ο πάρα πολύ γέρος, αυτός που έφτασε σε πολύ προχωρημένη γεροντική ηλικία αρχ. το ουδ. ως ουσ.τὸ ὑπέργηρων τα βαθιάγεράματα. [ΕΤΥΜΟΛ.<υπερ- + -γηρος (<γῆρας), πρβλ.ἀ-γήρως / ἄ-γηρος, προ-γήρως.