υπέρλοφος

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
αυτός που έχει ψηλή κορυφήἐλάτη... ὑπέρλοφος», Νόνν.)
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + λόφος (πρβλ. ἀμφίλοφος)].