ἀμφίλοφος

From LSJ

Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφίλοφος Medium diacritics: ἀμφίλοφος Low diacritics: αμφίλοφος Capitals: ΑΜΦΙΛΟΦΟΣ
Transliteration A: amphílophos Transliteration B: amphilophos Transliteration C: amfilofos Beta Code: a)mfi/lofos

English (LSJ)

ἀμφίλοφον, encompassing the neck, ζυγόν S.Ant.351 (dub.).

Spanish (DGE)

-ον que abraza el cuello ζυγόν S.Ant.351.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui entoure le cou (joug).
Étymologie: ἀμφί, λόφος.

Russian (Dvoretsky)

ἀμφίλοφος: охватывающий шею (ζυγόν Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφίλοφος: -ον, ὁ περιβάλλων τὸν αὐχένα, ζυγὸν Σοφ. Ἀντ. 351.

Greek Monolingual

ἀμφίλοφος, -ον (Α)
αυτός που περιβάλλει τον αυχένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + λόφος.

Greek Monotonic

ἀμφίλοφος: -ον, αυτός που καλύπτει το λαιμό, σε Σοφ.

Middle Liddell

encompassing the neck, Soph.