υπανάπτυξη
Greek Monolingual
και υποανάπτυξη, η, Ν
(κοινων.-οικον.) φαινόμενο χαρακτηριστικό τών χωρών του λεγόμενου τρίτου κόσμου, οι οποίες έχουν πολύ χαμηλό οικονομικό δυναμικό, οφειλόμενο στην ιστορική εξέλιξή τους, φαινόμενο του οποίου κύρια στοιχεία είναι μεταξύ άλλων το πολύ χαμηλό επίπεδο ανάπτυξης τών παραγωγικών δυνάμεων, οι έντονες οικονομικές δυσαναλογίες και αναντιστοιχίες, όπως λ.χ. η ανεπάρκεια κεφαλαίων σε σύγκριση με τον πληθυσμό και τις υπάρχουσες πλουτοπαραγωγικές πηγές, η αποκλειστική σχεδόν εισαγωγή βιομηχανικών προϊόντων και η αποκλειστική εξαγωγή πρώτων υλών και γεωργικών προϊόντων κ.ά., καθώς και η ύπαρξη αναχρονιστικών κοινωνικών καταστάσεων και χαμηλότατου κατά κεφαλήν εισοδήματος και βιοτικού επιπέδου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)- + ανάπτυξη].