υπανίσχω

Greek Monolingual

Α
1. ανατέλλω σιγά σιγά («ὑπανισχούσης τῆς σελήνης», Αιλ.)
2. βγαίνω έξω («ἀκρωνυχίαι πετρῶν ὑπανίσχουσι τοῦ ὕδατος», Φιλόστρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)- + ἀνίσχω, άλλος τ. του ἀνέχω «ανατέλλω»].