Α1. ανατέλλω σιγά σιγά («ὑπανισχούσης τῆς σελήνης», Αιλ.)2. βγαίνω έξω («ἀκρωνυχίαι πετρῶν ὑπανίσχουσι τοῦ ὕδατος», Φιλόστρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)- + ἀνίσχω, άλλος τ. του ἀνέχω «ανατέλλω»].