ανατέλλω
From LSJ
πολλὰ γάρ σε θεσπἰζονθ' ὁρῶ κοὐ ψευδόφημα (Sophocles' Oedipus Coloneus 1516f.) → For I see in you much prophecy, and nothing false
Greek Monolingual
(Α ἀνατέλλω)
(αμτβ.)
1. υψώνομαι, ανέρχομαι
2. (για ουράνια σώματα) υψώνομαι, αναφαίνομαι στο στερέωμα, προβάλλω
αρχ.
1. αναδίδω, κάνω να φυτρώσει
2. γεννώ, φέρνω στο φως
3. (για ποταμούς) πηγάζω
4. αυξάνομαι, μεγαλώνω
5. φανερώνομαι, γεννιέμαι
6. διαφαίνομαι, προκύπτω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα- + τέλλω «τελώ, εκτελώ, ανατέλλω».
ΠΑΡ. ανατολή].