Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ανατέλλω

From LSJ

L'amor che move il sole e l'altre stelleLove that moves the sun and the other stars

Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145

Greek Monolingual

ἀνατέλλω)
(αμτβ.)
1. υψώνομαι, ανέρχομαι
2. (για ουράνια σώματα) υψώνομαι, αναφαίνομαι στο στερέωμα, προβάλλω
αρχ.
1. αναδίδω, κάνω να φυτρώσει
2. γεννώ, φέρνω στο φως
3. (για ποταμούς) πηγάζω
4. αυξάνομαι, μεγαλώνω
5. φανερώνομαι, γεννιέμαι
6. διαφαίνομαι, προκύπτω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα- + τέλλω «τελώ, εκτελώ, ανατέλλω».
ΠΑΡ. ανατολή].