υπαποκινώ
Greek Monolingual
-έω, Α
(αμτβ.) αποσύρομαι σιγά σιγά ή κρυφά («κἀμοὶ πιθόμενος ὑπαποκίνει τῆς ὁδοῦ», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἀποκινῶ «απομακρύνω, απέρχομαι»].
-έω, Α
(αμτβ.) αποσύρομαι σιγά σιγά ή κρυφά («κἀμοὶ πιθόμενος ὑπαποκίνει τῆς ὁδοῦ», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἀποκινῶ «απομακρύνω, απέρχομαι»].