απέρχομαι
From LSJ
τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies
Greek Monolingual
(AM ἀπέρχομαι)
1. φεύγω, απομακρύνομαι
2. πεθαίνω
μσν.
1. προχωρώ
2. περιοδεύω
3. εκστρατεύω
αρχ.
1. «ἀπέρχομαι εἰς ἢ παρὰ τινα» — φεύγω από έναν τόπο και φθάνω σε άλλον
3. μτφ. «ἀπέρχομαι ἔκ τινος» — σταματώ («ἐκ δακρύων ἄπελθε» — σταμάτα τα δάκρυα, Ευριπ.)
4. εξαπλώνομαι, διαδίδομαι («...καὶ ἀπῆλθεν ἡ ἀκοὴ αὐτοῦ εἰς ὅλην τὴν Συρίαν», Κ.Δ.).