απέρχομαι

From LSJ

νοῦς γὰρ ἡμῶν ἐστιν ἐν ἑκάστῳ θεός → Mortalium cuique sua mens est deus → In jedem von uns nämlich wirkt sein Geist als Gott

Menander, Monostichoi, 434

Greek Monolingual

(AM ἀπέρχομαι)
1. φεύγω, απομακρύνομαι
2. πεθαίνω
μσν.
1. προχωρώ
2. περιοδεύω
3. εκστρατεύω
αρχ.
1. «ἀπέρχομαι εἰς ἢ παρὰ τινα» — φεύγω από έναν τόπο και φθάνω σε άλλον
3. μτφ. «ἀπέρχομαι ἔκ τινος» — σταματώ («ἐκ δακρύων ἄπελθε» — σταμάτα τα δάκρυα, Ευριπ.)
4. εξαπλώνομαι, διαδίδομαι («...καὶ ἀπῆλθεν ἡ ἀκοὴ αὐτοῦ εἰς ὅλην τὴν Συρίαν», Κ.Δ.).