υπεζωκώς
Greek Monolingual
ο / ὑπεζωκώς, -ότος, ΝΑ, και ὑπεζωκότας Ν
ανατ. σπλαγχνικός ορογόνος υμένας, αποτελούμενος από δύο πέταλα, το περίτονο και το περισπλάγχνιο, ο οποίος επενδύει την έσω επιφάνεια του θώρακα και περιβάλλει τους πνεύμονες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. της μτχ. παρακμ. ὑπεζωκώς (ὑμήν) του ρ. ὑποζώννυμι.