υπεράρχιος

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
ο παραπάνω από οποιαδήποτε αρχή, αυτός που υπάρχει πριν από οποιαδήποτε αρχή («ἡ ἀρχίθεος καὶ ὑπεράρχιος τοῦ υἱοῦ τοῦ Θεοῦ ὑπόστασις», Αθανάσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + ἀρχή + κατάλ. -ιος (πρβλ. μετ-άρχ-ιος)].