-ές, Α1. αυτός που προκαλεί έντονο άλγος, πολύ οδυνηρός2. αυτός που νιώθει βαθιά οδύνη, που πονάει πάρα πολύ.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -αλγής (< ἄλγος), πρβλ. ἐναλγής, περιαλγής].