υπερκατάκειμαι

Greek Monolingual

Α
(με παθ. σημ.) κάθομαι στηριζόμενος κάπου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + κατάκειμαι «είμαι ξαπλωμένος, κείμαι καταγής, παρακάθομαι σε συμπόσιο»].