υπερκόσμιος

Greek Monolingual

-α, -ο / ὑπερκόσμιος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που υπερβαίνει τον αισθητό κόσμο, υπερφυσικός, ουράνιος, θεϊκός
νεοελλ.
1. (φιλοσ.) αυτός που βρίσκεται πέρα από κάθε εμπειρία, αυτός που υπερβαίνει τα όρια της εμπειρικής γνώσης
2. φρ. «υπερκόσμια μεταφυσική»
(φιλοσ.) η κλασική μεταφυσική που ασχολούνταν με τον θεό.
επίρρ...
ὑπερκοσμίως ΜΑ
με υπερκόσμιο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + κόσμος + κατάλ. -ιος (πρβλ. ἐγ-κόσμ-ιος, προ-κόσμ-ιος)].