μεταφυσική

From LSJ

Kατεσκευάσθη τὸ ἱερὸν τοῦτο ποτήριον ... ἐν ἔτει ,αω'α' → Τhis holy cup was made ... in the year 1801

Source

Greek Monolingual

η
1. (φιλοσ.) α) κλάδος της φιλοσοφίας που ασχολείται με την κριτική έρευνα βασικών φιλοσοφικών υποθέσεων και επιχειρεί να προσδιορίσει ό,τι υπάρχει στον βαθμό που υπάρχει
β) (κατά τη μαρξιστική αντίληψη) γενική γνωστική μέθοδος, αντίθετη με τη διαλεκτική και βασισμένη σε μια απλουστευτική αντίληψη της ανάπτυξης και της εξέλιξης, μέθοδος η οποία αγνοεί ή υποτιμά την ιδέα της αυτο-κίνησης και αυτο-ανάπτυξης
3. γενική και αφηρημένη θεωρία («η μεταφυσική της γλώσσας»)
4. μτφ. καθετί το δυσνόητο και αφηρημένο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του θηλ. του επιθ. μεταφυσικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1766 στον Ευγ. Βούλγαρι. Πολλοί έχουν υποστηρίξει ότι η λ. είναι αντιδάνεια (πρβλ. αγγλ. metaphysics)].