ουράνιος

From LSJ

Βλάπτει τὸν ἄνδρα θυμὸς εἰς ὀργὴν πεσών → Nociva res est animus irae traditus → Es schadet, wenn des Mannes Sinn dem Zorn verfällt

Menander, Monostichoi, 71

Greek Monolingual

-α, -ο (ΑΜ ουράνιος, -ία -ον, θηλ. και -ος) ουρανός
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ουρανό ή αυτός που βρίσκεται στον ουρανό ή αυτός που προέρχεται από τον ουρανό (α. «ουράνια φαινόμενα» — τα φαινόμενα τα οποία εξελίσσονται στον ουρανό
β. «φυτὸν οὐκ ἔγγειον ἀλλὰ οὐράνιον», Πλάτ.)
νεοελλ.
1. μτφ. θεσπέσιος, υπέροχος, εξαίσιος, ιδανικός («ουράνια ομορφιά»)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ουράνια
ο ουρανός
3. φρ. α) «ουράνιος Πατέρας» — ο θεός
β) «ουράνιο τόξο» — μετεωρολογικό φαινόμενο που συνίσταται στην εμφάνιση σειράς έγχρωμων ομόκεντρων φωτεινών τόξων στον ουρανό ως αποτέλεσμα της διάθλασης και της ολικής ανάκλασης τών ηλιακών ακτίνων από ένα σύνολο σταγονιδίων νερού, λ.χ. βροχής ή ομίχλης, μέσα στην ατμόσφαιρα
γ) «ουράνια σφαίρα»
αστρον. η φαινομενική σφαίρα με κέντρο το κέντρο της Γης ή τον παρατηρητή, στής οποίας την εσωτερική επιφάνεια φαίνονται ότι είναι στερεωμένα τα διάφορα ουράνια σώματα, όπως λ.χ. ο Ήλιος, οι αστέρες, οι πλανήτες και οι δορυφόροι τους, οι αστερισμοί, οι γαλαξίες κ.ά. δ) «ουράνιος κύκλος» — καθεμιά από τις νοητές γραμμές που υποτίθεται ότι είναι χαραγμένες πάνω στην ουράνια σφαίρα και οι οποίες χρησιμεύουν για τον καθορισμό τών συντεταγμένων τών ουράνιων σωμάτων καθώς και τών φαινομένων κινήσεών τους
ε) «ουράνιος χάρτης» — χάρτης ενός τμήματος ή ολόκληρου του ουρανού
στ) «μηχανική τών ουράνιων σωμάτων» και «ουράνια μηχανική» — κλάδος της αστρονομίας που μελετά την κίνηση τών φυσικών ή τεχνητών σωμάτων του κοσμικού διαστήματος
νεοελλ.-μσν.
θεϊκός
αρχ.
1. αυτός που φτάνει μέχρι τον ουρανό
2. μτφ. ο υπερβολικά μεγάλος, τεράστιος, φοβερός («βαρὺ δ' ἀμβόασον οὐράνι' ἄχη» Αισχύλ.)
3. αυτός που έχει το χρώμα του ουρανού
4. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) oἱ οὐράνιοι
οι θεοί
5. (το θηλ. πληθ. ως ουσ.) αἱ οὐράνιαι
οι θεές
6. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ οὐράνια
i) τα ουράνια φαινόμενα
ii) οι βροχές
iii) αγώνες στη Σπάρτη
7. το ουδ. ως ουσ. το ουράνιον
ονομασία κολλυρίου
8. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ουράνια
με σφοδρότητα, με μανία
9. φρ. «ουράνια σημεία» — τα φαινόμενα τών ουράνιων σωμάτων.
επίρρ...
οὐρανίως (Α)
1. από τον ουρανό
2. από τον θεό.