υπεροικογένεια
Greek Monolingual
η, Ν
1. βιολ. ταξινομική μονάδα που περιλαμβάνει έναν αριθμό συγγενικών μεταξύ τους οικογενειών ζώων ή φυτών και η οποία είναι ανώτερη της οικογένειας και κατώτερη της υπόταξης·2. φρ. α) «υπεροικογένεια γονιδίων» — ομάδα γονιδίων τα οποία θεωρείται ότι προήλθαν αρχικά από ένα και μόνον προγονικό γονίδιο, έχουν όμως αποκλίνει σε τέτοιο βαθμό ώστε κωδικοποιούν πλέον πρωτεΐνες με πολλές διαφορετικές λειτουργίες και διαφορετικούς ρόλους
β) «υπεροικογένεια πρωτεϊνών»
(βιοχ.) ετερογενής ομάδα πρωτεϊνών, καθεμιά από τις οποίες επιτελεί διαφορετικές λειτουργίες, όλες τους όμως χαρακτηρίζονται από συγγενικές ακολουθίες αμινοξέων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ- + οικογένεια].