ετερογενής
Μακάριος, ὅστις ἔτυχε γενναίου φίλου → Generosa amicus mente , felicis bonum → Glückselig ist, wer einen edlen Freund gewinnt
Greek Monolingual
-ές (ΑΜ ἑτερογενής, -ές)
1. αυτός που ανήκει σε άλλο γένος («ετερογενή ζώα»)
2. αυτός που ανήκει σε άλλη φυλή, αλλοεθνής
3. αυτός που δεν αποτελείται από τα ίδια στοιχεία ή τις ίδιες ιδιότητες, ο ανάμικτος, ο ανομοιόμορφος («ετερογενές φορτίο»)
4. φρ. γραμμ. «τα ετερογενή ονόματα» — ονόματα που μεταβάλλουν το γένος κατά την κλίση τους (π.χ. ως αρσ. στο εν. και ως ουδ. στον πληθ.: δάκτυλος, δάκτυλοι και δάκτυλα)
νεοελλ.
1. κάθε ον του οποίου τα μέρη παρουσιάζουν ποικίλες διαφορές (ιδίως στην κατασκευή και στη λειτουργία)
2. φρ. α) «ετερογενής προσδιορισμός» — συντακτικός τρόπος κατά τον οποίο ο προσδιορισμός όρου της πρότασης διαφέρει κατά γένος από τη λέξη την οποία προσδιορίζει («το όρος Όλυμπος»)
β) «ετερογενές φως» — φως που αποτελείται από ακτινοβολίες διαφόρων μηκών κύματος
γ) «ετερογενές σώμα» — σώμα που δεν παρουσιάζει σε όλη του την έκταση τις ίδιες φυσικές και χημικές ιδιότητες
αρχ.
1. διάφορος
2. (για ενδύματα) αυτός που έχει κατασκευαστεί με διάφορα υλικά
3. γραμμ. α) αυτός που ανήκει σε διαφορετικό γραμματικό γένος
β) το ουδ. ως ουσ. τὸ ἑτερογενές
η αλλαγή γένους στο σχήμα «κατά το νοούμενον»
4. φρ. «μόρια ετερογενή» — μόρια που δεν συναρμόζονται, αταίριαστα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο αρχ. και μσν. τ. ετερογενής < ετερο- + -γενής (< γένος) πρβλ. αγενής, γηγενής, ενώ ο νεοελλ. τ. είναι αντιδάνειο < αγγλ. heterogenous < hetero- (πρβλ. ετερο-) + -genous (πρβλ. γένος)].