υπερχαίρω

Greek Monolingual

ὑπερχαίρω ΝΑ
χαίρω πάρα πολύ, νιώθω πολύ μεγάλη χαρά (α. «καίπερ ὑπερχαίρων, ὅταν ἐχθροὺς τιμωρῶμαι», Ξεν.
β. «ὑπερέχαιρον ἐπὶ τοῖς γάμοις αὐτοῦ», Πλούτ.).