ὑπερχαίρω ΝΑχαίρω πάρα πολύ, νιώθω πολύ μεγάλη χαρά (α. «καίπερ ὑπερχαίρων, ὅταν ἐχθροὺς τιμωρῶμαι», Ξεν.β. «ὑπερέχαιρον ἐπὶ τοῖς γάμοις αὐτοῦ», Πλούτ.).