υπνοβάτης

Greek Monolingual

ο, θηλ. υπνοβάτιδα και υπνοβάτισσα, η, Ν
αυτή που υπνοβατεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπνος + -βάτης (< βαίνω), πρβλ. ορειβάτης. Η λ., μαρτυρείται από το 1840 στο Λεξικόν Νομοτεχνικόν Ιταλοελληνικόν].