Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
υπνοθεραπεία
Greek Monolingual
η, Ν (ιατρ.-ψυχολ.) μέθοδος θεραπείας ορισμένων οξειών ψυχιατρικών καταστάσεων με τη βοήθεια τεχνητού ύπνου, ο οποίος προκαλείται κυρίως με ψυχοτρόπα φάρμακα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hypnotherapy (<ύπνος+θεραπεία)].