υπνώνω

Greek Monolingual

ὑπνῶ, -όω, ΝΜΑ, και αμφβλ. τ. ὑπνῶ, -έω, Α ὕπνος
1. κάνω κάποιον να κοιμηθεί, αποκοιμίζω
2. κοιμάμαι, αποκοιμιέμαι.