υπογραμμή

Greek Monolingual

η, Ν
η γραμμή που σύρεται κάτω από λέξη ή φράση για να τήν υπογραμμίσει, να δηλώσει ότι πρέπει να αναγνωστεί με έμφαση ή να τυπωθεί διαφορετικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπογράφω. Η λ. μαρτυρείται από το 1898 στην εφημερίδα Ακρόπολις].