υποδίψιος

Greek Monolingual

-ον, Α
(ποιητ. τ.) αυτός που διεγείρει δίψα σε μικρό βαθμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + δίψα + κατάλ. -ιος (πρβλ. ἐπιδίψιος)].