υποθήμων

Greek Monolingual

-ονος, ὁ, ἡ, Α
(κατά τον Ησύχ.) αυτός που δίνει συμβουλές, παραινέσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. υποθη- του ὑποτίθημι (πρβλ. ὑποθήκη) + κατάλ. -μων (πρβλ. νοήμων)].