υποθραύω

Greek Monolingual

ΜΑ θραύω
μσν.
θραύω, σπάζω κάτι από κάτω ή το σπάζω λίγο
αρχ.
1. θραύω μερικώς·2. παθ. ὑποθραύομαι
μτφ. καταβάλλομαι κάπως («ἤρξατο τὸ πολὺ τῆς ὑπερηφανίας λήγειν ὑποτεθραυσμένος», ΠΔ).