-άω, ΜΑπαράγω καπνό καίγοντας θυμίαμα, κυρίως για θεραπευτικούς σκοπούς, υποκαπνίζωαρχ.1. παράγω πυκνό καπνό2. προσδίδω σε κάτι ευχάριστη μυρωδιά.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + θυμιῶ].