υποκατορύσσω

Greek Monolingual

και αττ. τ. ὑποκατορύττω Α
(συν. το παθ.) ὑποκατορύσσομαι
σκάβομαι αποκάτω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + κατορύσσω «σκάβω, ανοίγω λάκκο, θάβω»].