υποκιστίς

Greek Monolingual

και ὑποκισθίς, -ίδος, και ὑπόκιστις, -ίστιδος, ἡ, Α
παράσιτο φυτό που φύτρωνε στις ρίζες του κίστου και του οποίου ο χυμός χρησίμευε ως φάρμακο, ὀρόβηθρον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + κίστος / κίσθος, είδος φυτού + κατάλ. -ίς, -ίδος].