Α1. (σχετικά με τοίχο) ενισχύω, υποστηλώνω2. παθ. ὑποκρεμάννυμαικρέμομαι από κάτω («ὑποκρεμάμενον ἀνέχειν τὸ βάρος», ΓρηγΝύσσ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + κρεμάννυμι «κρεμώ»].