υποκόπανος

Greek Monolingual

ο, Ν
το πίσω μέρος του κοντακίου τών φορητών όπλων, κν. κόπανος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)- + κόπανος. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις].