υπομήκης

Greek Monolingual

ὑπόμηκες, ΜΑ
αυτός που έχει σχήμα κάπως επίμηκες, μακρουλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + -μήκης (< μῆκος), πρβλ. ἐπιμήκης].